- ολότροχος
- ὁλότροχος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «περιφερὴς λίθος».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… … Dictionary of Greek